↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατακεραύνωση οι κατακεραυνώσεις
      γενική της κατακεραύνωσης* των κατακεραυνώσεων
    αιτιατική την κατακεραύνωση τις κατακεραυνώσεις
     κλητική κατακεραύνωση κατακεραυνώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατακεραυνώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατακεραύνωση < κατακεραυνώνω + -σις / -ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατακεραύνωση θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία