κατακεραυνώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακατακεραυνώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατακεραυνώνω
- θα κατακεραυνώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατακεραυνώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίακατακεραυνώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κατακεραύνωση