Ετυμολογία

επεξεργασία
κατακεραυνώνω < ελληνιστική κοινή κατακεραυνόω / κατακεραυνῶ < κατα- + αρχαία ελληνική κεραυνόω < κεραυνός (2. (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική foudroyer)

κατακεραυνώνω (παθητική φωνή: κατακεραυνώνομαι)

  1. (κυριολεκτικά) κεραυνοβολώ
  2. (μεταφορικά) με αυστηρότητα επιτιμώ κάποιον (με λόγια, κινήσεις ή συμπεριφορά), τον δυσαρεστώ και τον αφήνω άναυδο, χωρίς περιθώρια αντίδρασης

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία