κατακεραυνώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατακεραυνώνω < ελληνιστική κοινή κατακεραυνόω / κατακεραυνῶ < κατα- + αρχαία ελληνική κεραυνόω < κεραυνός (2. (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική foudroyer)
Ρήμα
επεξεργασίακατακεραυνώνω (παθητική φωνή: κατακεραυνώνομαι)
- (κυριολεκτικά) κεραυνοβολώ
- (μεταφορικά) με αυστηρότητα επιτιμώ κάποιον (με λόγια, κινήσεις ή συμπεριφορά), τον δυσαρεστώ και τον αφήνω άναυδο, χωρίς περιθώρια αντίδρασης
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- κατακεραυνωμένος
- κατακεραύνωση
- → δείτε τη λέξη κεραυνός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατακεραυνώνω | κατακεραύνωνα | θα κατακεραυνώνω | να κατακεραυνώνω | κατακεραυνώνοντας | |
β' ενικ. | κατακεραυνώνεις | κατακεραύνωνες | θα κατακεραυνώνεις | να κατακεραυνώνεις | κατακεραύνωνε | |
γ' ενικ. | κατακεραυνώνει | κατακεραύνωνε | θα κατακεραυνώνει | να κατακεραυνώνει | ||
α' πληθ. | κατακεραυνώνουμε | κατακεραυνώναμε | θα κατακεραυνώνουμε | να κατακεραυνώνουμε | ||
β' πληθ. | κατακεραυνώνετε | κατακεραυνώνατε | θα κατακεραυνώνετε | να κατακεραυνώνετε | κατακεραυνώνετε | |
γ' πληθ. | κατακεραυνώνουν(ε) | κατακεραύνωναν κατακεραυνώναν(ε) |
θα κατακεραυνώνουν(ε) | να κατακεραυνώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατακεραύνωσα | θα κατακεραυνώσω | να κατακεραυνώσω | κατακεραυνώσει | ||
β' ενικ. | κατακεραύνωσες | θα κατακεραυνώσεις | να κατακεραυνώσεις | κατακεραύνωσε | ||
γ' ενικ. | κατακεραύνωσε | θα κατακεραυνώσει | να κατακεραυνώσει | |||
α' πληθ. | κατακεραυνώσαμε | θα κατακεραυνώσουμε | να κατακεραυνώσουμε | |||
β' πληθ. | κατακεραυνώσατε | θα κατακεραυνώσετε | να κατακεραυνώσετε | κατακεραυνώστε | ||
γ' πληθ. | κατακεραύνωσαν κατακεραυνώσαν(ε) |
θα κατακεραυνώσουν(ε) | να κατακεραυνώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατακεραυνώσει | είχα κατακεραυνώσει | θα έχω κατακεραυνώσει | να έχω κατακεραυνώσει | ||
β' ενικ. | έχεις κατακεραυνώσει | είχες κατακεραυνώσει | θα έχεις κατακεραυνώσει | να έχεις κατακεραυνώσει | ||
γ' ενικ. | έχει κατακεραυνώσει | είχε κατακεραυνώσει | θα έχει κατακεραυνώσει | να έχει κατακεραυνώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατακεραυνώσει | είχαμε κατακεραυνώσει | θα έχουμε κατακεραυνώσει | να έχουμε κατακεραυνώσει | ||
β' πληθ. | έχετε κατακεραυνώσει | είχατε κατακεραυνώσει | θα έχετε κατακεραυνώσει | να έχετε κατακεραυνώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κατακεραυνώσει | είχαν κατακεραυνώσει | θα έχουν κατακεραυνώσει | να έχουν κατακεραυνώσει |
|