περιθώρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
περιθώρια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του περιθώριο
τιποτα αλλο δεν ειχατε να γραψετε
περιθώρια ουδέτερο
τιποτα αλλο δεν ειχατε να γραψετε