↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατακεραυνωμένος η κατακεραυνωμένη το κατακεραυνωμένο
      γενική του κατακεραυνωμένου της κατακεραυνωμένης του κατακεραυνωμένου
    αιτιατική τον κατακεραυνωμένο την κατακεραυνωμένη το κατακεραυνωμένο
     κλητική κατακεραυνωμένε κατακεραυνωμένη κατακεραυνωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατακεραυνωμένοι οι κατακεραυνωμένες τα κατακεραυνωμένα
      γενική των κατακεραυνωμένων των κατακεραυνωμένων των κατακεραυνωμένων
    αιτιατική τους κατακεραυνωμένους τις κατακεραυνωμένες τα κατακεραυνωμένα
     κλητική κατακεραυνωμένοι κατακεραυνωμένες κατακεραυνωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

κατακεραυνωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία