θρυμματίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαθρυμματίζω, αόρ.: θρυμμάτισα, παθ.φωνή: θρυμματίζομαι, π.αόρ.: θρυμματίστηκα, μτχ.π.π.: θρυμματισμένος
- σπάω κάτι, το διαλύω, το κάνω θρύψαλα
- ※ Η σφαίρα τού είχε θρυμματίσει το δεξί γόνατο. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])
Συγγενικά
επεξεργασία- αθρυμμάτιστα
- αθρυμμάτιστος
- θρυμμάτιση
- θρυμμάτισμα
- θρυμματισμένος
- θρυμματισμός
- → και δείτε τη λέξη θρύμμα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | θρυμματίζω | θρυμμάτιζα | θα θρυμματίζω | να θρυμματίζω | θρυμματίζοντας | |
β' ενικ. | θρυμματίζεις | θρυμμάτιζες | θα θρυμματίζεις | να θρυμματίζεις | θρυμμάτιζε | |
γ' ενικ. | θρυμματίζει | θρυμμάτιζε | θα θρυμματίζει | να θρυμματίζει | ||
α' πληθ. | θρυμματίζουμε | θρυμματίζαμε | θα θρυμματίζουμε | να θρυμματίζουμε | ||
β' πληθ. | θρυμματίζετε | θρυμματίζατε | θα θρυμματίζετε | να θρυμματίζετε | θρυμματίζετε | |
γ' πληθ. | θρυμματίζουν(ε) | θρυμμάτιζαν θρυμματίζαν(ε) |
θα θρυμματίζουν(ε) | να θρυμματίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | θρυμμάτισα | θα θρυμματίσω | να θρυμματίσω | θρυμματίσει | ||
β' ενικ. | θρυμμάτισες | θα θρυμματίσεις | να θρυμματίσεις | θρυμμάτισε | ||
γ' ενικ. | θρυμμάτισε | θα θρυμματίσει | να θρυμματίσει | |||
α' πληθ. | θρυμματίσαμε | θα θρυμματίσουμε | να θρυμματίσουμε | |||
β' πληθ. | θρυμματίσατε | θα θρυμματίσετε | να θρυμματίσετε | θρυμματίστε | ||
γ' πληθ. | θρυμμάτισαν θρυμματίσαν(ε) |
θα θρυμματίσουν(ε) | να θρυμματίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω θρυμματίσει | είχα θρυμματίσει | θα έχω θρυμματίσει | να έχω θρυμματίσει | ||
β' ενικ. | έχεις θρυμματίσει | είχες θρυμματίσει | θα έχεις θρυμματίσει | να έχεις θρυμματίσει | ||
γ' ενικ. | έχει θρυμματίσει | είχε θρυμματίσει | θα έχει θρυμματίσει | να έχει θρυμματίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε θρυμματίσει | είχαμε θρυμματίσει | θα έχουμε θρυμματίσει | να έχουμε θρυμματίσει | ||
β' πληθ. | έχετε θρυμματίσει | είχατε θρυμματίσει | θα έχετε θρυμματίσει | να έχετε θρυμματίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν θρυμματίσει | είχαν θρυμματίσει | θα έχουν θρυμματίσει | να έχουν θρυμματίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | θρυμματίζομαι | θρυμματιζόμουν(α) | θα θρυμματίζομαι | να θρυμματίζομαι | ||
β' ενικ. | θρυμματίζεσαι | θρυμματιζόσουν(α) | θα θρυμματίζεσαι | να θρυμματίζεσαι | ||
γ' ενικ. | θρυμματίζεται | θρυμματιζόταν(ε) | θα θρυμματίζεται | να θρυμματίζεται | ||
α' πληθ. | θρυμματιζόμαστε | θρυμματιζόμαστε θρυμματιζόμασταν |
θα θρυμματιζόμαστε | να θρυμματιζόμαστε | ||
β' πληθ. | θρυμματίζεστε | θρυμματιζόσαστε θρυμματιζόσασταν |
θα θρυμματίζεστε | να θρυμματίζεστε | (θρυμματίζεστε) | |
γ' πληθ. | θρυμματίζονται | θρυμματίζονταν θρυμματιζόντουσαν |
θα θρυμματίζονται | να θρυμματίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | θρυμματίστηκα | θα θρυμματιστώ | να θρυμματιστώ | θρυμματιστεί | ||
β' ενικ. | θρυμματίστηκες | θα θρυμματιστείς | να θρυμματιστείς | θρυμματίσου | ||
γ' ενικ. | θρυμματίστηκε | θα θρυμματιστεί | να θρυμματιστεί | |||
α' πληθ. | θρυμματιστήκαμε | θα θρυμματιστούμε | να θρυμματιστούμε | |||
β' πληθ. | θρυμματιστήκατε | θα θρυμματιστείτε | να θρυμματιστείτε | θρυμματιστείτε | ||
γ' πληθ. | θρυμματίστηκαν θρυμματιστήκαν(ε) |
θα θρυμματιστούν(ε) | να θρυμματιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω θρυμματιστεί | είχα θρυμματιστεί | θα έχω θρυμματιστεί | να έχω θρυμματιστεί | θρυμματισμένος | |
β' ενικ. | έχεις θρυμματιστεί | είχες θρυμματιστεί | θα έχεις θρυμματιστεί | να έχεις θρυμματιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει θρυμματιστεί | είχε θρυμματιστεί | θα έχει θρυμματιστεί | να έχει θρυμματιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε θρυμματιστεί | είχαμε θρυμματιστεί | θα έχουμε θρυμματιστεί | να έχουμε θρυμματιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε θρυμματιστεί | είχατε θρυμματιστεί | θα έχετε θρυμματιστεί | να έχετε θρυμματιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν θρυμματιστεί | είχαν θρυμματιστεί | θα έχουν θρυμματιστεί | να έχουν θρυμματιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι θρυμματισμένος - είμαστε, είστε, είναι θρυμματισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν θρυμματισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν θρυμματισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι θρυμματισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι θρυμματισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι θρυμματισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι θρυμματισμένοι |