Ετυμολογία

επεξεργασία
θρυμματίζω < (θρύμμα) θρυμματ- + -ίζω

θρυμματίζω, αόρ.: θρυμμάτισα, παθ.φωνή: θρυμματίζομαι, π.αόρ.: θρυμματίστηκα, μτχ.π.π.: θρυμματισμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία