fulmine
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈful.mi.ne/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαfulmine (it) αρσενικό (πληθυντικός fulmini)
- (μετεωρολογία) ο κεραυνός
Πηγές
επεξεργασία- fulmine - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).