→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / τερπικέραυνος τὸ τερπικέραυνον
      γενική τοῦ/τῆς τερπικεραύνου τοῦ τερπικεραύνου
      δοτική τῷ/τῇ τερπικεραύν τῷ τερπικεραύν
    αιτιατική τὸν/τὴν τερπικέραυνον τὸ τερπικέραυνον
     κλητική ! τερπικέραυνε τερπικέραυνον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ τερπικέραυνοι τὰ τερπικέραυν
      γενική τῶν τερπικεραύνων τῶν τερπικεραύνων
      δοτική τοῖς/ταῖς τερπικεραύνοις τοῖς τερπικεραύνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς τερπικεραύνους τὰ τερπικέραυν
     κλητική ! τερπικέραυνοι τερπικέραυν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ τερπικεραύνω τὼ τερπικεραύνω
      γεν-δοτ τοῖν τερπικεραύνοιν τοῖν τερπικεραύνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τερπικέραυνος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

τερπικέραυνος, -ος, -ον

  • (ως επιθετικός προσδιορισμός του Δία) που ευχαριστιέται με τους κεραυνούς
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, στη Βικιθήκη
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 52 (50-52)
    τὸ μὲν αὖτις ἐὺς πάις Ἰαπετοῖο | ἔκλεψ᾽ ἀνθρώποισι Διὸς παρὰ μητιόεντος | ἐν κοίλῳ νάρθηκι, λαθὼν Δία τερπικέραυνον.
    Και πάλι αυτήν ο γενναίος ο γιος του Ιαπετού | την έκλεψε για χάρη των ανθρώπων από το συνετό το Δία | σε κούφιο καλάμι μέσα, αφού από την προσοχή του κεραυνόχαρου Δία ξέφυγε.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr

Συγγενικά

επεξεργασία