Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τέρπω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τέρπω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈteɾ.po/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τέρ‐πω

  Ρήμα επεξεργασία

τέρπω, πρτ.: έτερπα, αόρ.: έτερψα, παθ.φωνή: τέρπομαι (ελλειπτικό ρήμα)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

Παθητική φωνή: μόνο στον ενεστώτα τέρπομαι

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

Παράγωγα επεξεργασία

με τερπ-'

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

με τερψ- → δείτε τη λέξη τέρψις

  Πηγές επεξεργασία