κεραυνοβόλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κεραυνοβόλος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κεραυνοβόλος[1] < κεραυνός + βάλλω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ce.ɾav.noˈvo.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐ραυ‐νο‐βό‐λος
Επίθετο
επεξεργασίακεραυνοβόλος, -α / -ος, -ο
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κεραυνοβόλος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κεραυνοβόλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας