ανύποπτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανύποπτος < αρχαία ελληνική ἀνύποπτος
Επίθετο επεξεργασία
ανύποπτος
- που δεν υποψιάζεται π.χ. έναν κίνδυνο, ο ανυποψίαστος
- η συμμορία χτυπούσε ανύποπτους περαστικούς
Συγγενικά επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- σε ανύποπτο χρόνο: σε προγενέστερο χρόνο, τότε που δεν είχε ακόμη εκδηλωθεί καθαρά ένα φαινόμενο του παρόντος
- σας είχα προειδοποιήσει για τον άνθρωπο αυτό, σε ανύποπτο χρόνο
Μεταφράσεις επεξεργασία
σε ανύποπτο χρόνο
|