Δείτε επίσης: Moment
      ενικός         πληθυντικός  
moment moments

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

moment (en)

  1. η στιγμή, μια συγκεκριμένη στιγμή στη ζωή κάποιου, ή κατά τη διάρκεια ενός γεγονότος ή της εξέλιξης κάτι
    ⮡  He stood by her as a loyal partner in all the difficult moments.
    Της στάθηκε πιστός σύντροφος σε όλες τις δύσκολες στιγμές.
  2. (μηχανική) η ροπή

Εκφράσεις

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
moment moments

moment (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία


Εκφράσεις

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

moment (pl) αρσενικό

  1. η στιγμή

Συγγενικά

επεξεργασία