moment
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
Ουσιαστικό Επεξεργασία
moment (en)
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
Προφορά Επεξεργασία
Ουσιαστικό Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
moment | moments |
moment (fr) αρσενικό
- η στιγμή
Επεξεργασία
Εκφράσεις Επεξεργασία
- à ce moment, en ce moment, à aucun moment
- au moment de
- au moment où, dans le moment que, dans le moment où
- d’un moment à l’autre
- du moment que
- à tout moment
Πολωνικά (pl) Επεξεργασία
Προφορά Επεξεργασία
Ουσιαστικό Επεξεργασία
moment (pl) αρσενικό
- η στιγμή