moment
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
moment | moments |
Ουσιαστικό
επεξεργασία
moment (en)
- η στιγμή, μια συγκεκριμένη στιγμή στη ζωή κάποιου, ή κατά τη διάρκεια ενός γεγονότος ή της εξέλιξης κάτι
- ⮡ He stood by her as a loyal partner in all the difficult moments.
- Της στάθηκε πιστός σύντροφος σε όλες τις δύσκολες στιγμές.
- ⮡ He stood by her as a loyal partner in all the difficult moments.
- (μηχανική) η ροπή