παραθετικά
θετικός unsuspecting
συγκριτικός more unsuspecting
υπερθετικός most unsuspecting

  Ετυμολογία

επεξεργασία
unsuspecting < un- + suspecting

  Επίθετο

επεξεργασία

unsuspecting (en)

  • ανύποπτος, ανυποψίαστος
    ⮡  The flowerpot fell from the balcony and landed on the head of the unsuspecting passerby.
    Η γλάστρα έπεσε από το μπαλκόνι και προσγειώθηκε στο κεφάλι του ανύποπτου περαστικού.