παραθετικά
θετικός unsuspectingly
συγκριτικός more unsuspectingly
υπερθετικός most unsuspectingly

  Ετυμολογία

επεξεργασία
unsuspectingly < unsuspecting + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

unsuspectingly (en)

  • ανύποπτα
    ⮡  He was strolling along unsuspectingly when he was attacked.
    Βάδιζε ανύποπτα, όταν δέχτηκε την επίθεση.