thunderbolt
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
thunderbolt | thunderbolts |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαthunderbolt (en)
- ο κεραυνός, ηλεκτρική εκκένωση που συνοδεύεται από εκτυφλωτική λάμψη και βίαιη έκρηξη
- ⮡ He was struck by a thunderbolt.
- Χτυπήθηκε από κεραυνό.
- ⮡ He was struck by a thunderbolt.