bolt
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bolt | bolts |
bolt (en)
- ο σύρτης, το μάνταλο
- ⮡ The door closes with a bolt.
- Η πόρτα κλείνει με σύρτη.
- ⮡ Put the bolt on the door, so it won’t open.
- Βάλε το μάνταλο στην πόρτα, για να μην ανοίγει.
- ⮡ The door closes with a bolt.
- το μπουλόνι
- ⮡ I used a bolt to fasten the two parts of the machine.
- Χρησιμοποίησα ένα μπουλόνι για να στερεώσω τα δύο κομμάτια του μηχανήματος.
- ⮡ I used a bolt to fasten the two parts of the machine.
- η αστραπή
- ⮡ a bolt of lightning - μια αστραπή
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | bolt |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bolts |
αόριστος | bolted |
παθητική μετοχή | bolted |
ενεργητική μετοχή | bolting |
bolt (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μανταλώνω
- ⮡ I’m closing and bolting the door.
- Κλείνω και μανταλώνω την πόρτα.
- ⮡ I’m closing and bolting the door.
- (μεταβατικό) βιδώνω, στερεώνω κάτι με μπουλόνι
- ⮡ The bench is bolted to the ground.
- Το παγκάκι είναι βιδωμένο στο έδαφος.
- ⮡ The bench is bolted to the ground.
- (αμετάβατο) αφηνιάζω
- ⮡ The horse bolted and threw its rider off.
- Αφηνίασε το άλογο και έριξε κάτω τον καβαλάρη του.
- ⮡ The horse bolted and threw its rider off.
- (αμετάβατο) ορμώ, το σκάω
- ⮡ The burglar bolted through the window.
- Ο διαρρήκτης όρμησε από το παράθυρο.
- ⮡ He bolted with the cash.
- Το 'σκάσε με το ταμείο.
- ⮡ The burglar bolted through the window.