αφηνιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αφηνιάζω < αρχαία ελληνική ἀφηνιάζω < αφ- (< από) + ἡνία
Ρήμα
επεξεργασίααφηνιάζω
- για άλογο, όταν γίνεται ανεξέλεγκτο και δεν υπακούσει στα ηνία
- για άνθρωπο όταν λειτουργεί παράφορα, ξέφρενα, είναι εκτός εαυτού (από θυμό ή από το ποτό σε γλέντι)