Δείτε επίσης: ηνία, ἤνια

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἡνία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τὰ ἡνί
      γενική τῶν ἡνίων
      δοτική τοῖς ἡνίοις
    αιτιατική τὰ ἡνί
     κλητική ! ἡνί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἡνίω
γεν-δοτ τοῖν ἡνίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ἡνία ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό (δωρικός τύποςἁνία)

  1. (στον Όμηρο, ποιητικό: όπως στο θηλυκό) χαλινάρι, ηνίο (κυριολεκτικά και μεταφορικά)
  2. ελληνιστική σημασία και στον ενικό → δείτε τη λέξη ἡνίον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἡνί αἱ ἡνίαι
      γενική τῆς ἡνίᾱς τῶν ἡνιῶν
      δοτική τῇ ἡνί ταῖς ἡνίαις
    αιτιατική τὴν ἡνίᾱν τὰς ἡνίᾱς
     κλητική ! ἡνί ἡνίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἡνί
γεν-δοτ τοῖν  ἡνίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ἡνία θηλυκό μετά τον Όμηρο (δωρικός τύποςἁνία)

  1. ηνίο, χαλινάρι, γκέμι
  2. (μεταφορικά) η διοίκηση, τα ηνία
  3. δερμάτινη λουρίδα με την οποία έδεναν τα παπούτσια

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

ἡνία ουδέτερο

  Πηγές επεξεργασία