ἡνία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαἡνία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | τὰ | ἡνίᾰ |
γενική | τῶν | ἡνίων |
δοτική | τοῖς | ἡνίοις |
αιτιατική | τὰ | ἡνίᾰ |
κλητική ὦ! | ἡνίᾰ | |
δυϊκός | ||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἡνίω |
γεν-δοτ | τοῖν | ἡνίοιν |
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ἡνία ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό (δωρικός τύπος ἁνία)
- (στον Όμηρο, ποιητικό: όπως στο θηλυκό) χαλινάρι, ηνίο (κυριολεκτικά και μεταφορικά)
- ελληνιστική σημασία και στον ενικό → δείτε τη λέξη ἡνίον
Ουσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἡνίᾱ | αἱ | ἡνίαι |
γενική | τῆς | ἡνίᾱς | τῶν | ἡνιῶν |
δοτική | τῇ | ἡνίᾳ | ταῖς | ἡνίαις |
αιτιατική | τὴν | ἡνίᾱν | τὰς | ἡνίᾱς |
κλητική ὦ! | ἡνίᾱ | ἡνίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἡνίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἡνίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ἡνία θηλυκό μετά τον Όμηρο (δωρικός τύπος ἁνία)
- ηνίο, χαλινάρι, γκέμι
- (μεταφορικά) η διοίκηση, τα ηνία
- δερμάτινη λουρίδα με την οποία έδεναν τα παπούτσια
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαἡνία ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ἡνίον
Πηγές
επεξεργασία- ἡνίον, ἡνία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἡνίον, ἡνία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.