Δείτε επίσης: ηνία, ἤνια

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τὰ ἡνί
      γενική τῶν ἡνίων
      δοτική τοῖς ἡνίοις
    αιτιατική τὰ ἡνί
     κλητική ! ἡνί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἡνίω
γεν-δοτ τοῖν ἡνίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ἡνία ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό (δωρικός τύπος ἁνία)

  1. (στον Όμηρο, ποιητικό: όπως στο θηλυκό) χαλινάρι, ηνίο (κυριολεκτικά και μεταφορικά)
  2. ελληνιστική σημασία και στον ενικό  δείτε τη λέξη ἡνίον

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία