ηνία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐νί‐α
- ομόηχο: ινία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαηνία ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ηνίο
Δείτε επίσης : ἡνία, ἤνια |
ηνία ουδέτερο