Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μανταλώνω < μάνταλο

  Ρήμα επεξεργασία

μανταλώνω

  1. χρησιμοποιώ το μάνταλο για να ασφαλίσω την πόρτα ή το παράθυρο
  2. κλειδώνω κάποιον, φροντίζω ώστε να είναι καλά κλεισμένος κάποιος σε εσωτερικό χώρο
    κλειδώνω, μανταλώνω, κι ο κλέφτης είναι μέσα (παραδοσιακό αίνιγμα)

Συγγενικά επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία