Ετυμολογία

επεξεργασία
μανταλώνω < μάνταλο

μανταλώνω

  1. χρησιμοποιώ το μάνταλο για να ασφαλίσω την πόρτα ή το παράθυρο
  2. κλειδώνω κάποιον, φροντίζω ώστε να είναι καλά κλεισμένος κάποιος σε εσωτερικό χώρο
    κλειδώνω, μανταλώνω, κι ο κλέφτης είναι μέσα (παραδοσιακό αίνιγμα)

Συγγενικά

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία