↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαντάλωμα τα μανταλώματα
      γενική του μανταλώματος των μανταλωμάτων
    αιτιατική το μαντάλωμα τα μανταλώματα
     κλητική μαντάλωμα μανταλώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαντάλωμα < μανταλώνω < μανδαλώνω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαντάλωμα ουδέτερο (ο πληθ. όχι συνήθης)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία