μαντάλωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμαντάλωμα ουδέτερο (ο πληθ. όχι συνήθης)
- το κλείσιμο μιας πόρτας, ενός παράθυρου ή άλλου ασφαλιζόμενου αντικειμένου με μάνταλο
μαντάλωμα ουδέτερο (ο πληθ. όχι συνήθης)