κλείσιμο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈkli.si.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλεί‐σι‐μο
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλείσιμο ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κλείνω
- η μετακίνηση κάποιου πράγματος, ώστε να εμποδίζει το πέρασμα από έναν χώρο σε έναν άλλο
- η διακοπή ή το σταμάτημα της λειτουργίας ενός πράγματος ή μιας διαδικασίας
- ο εγκλεισμός
- το τέλος, το τελείωμα
- η ελάττωση, η μείωση
- η απαγόρευση της πρόσβασης ή της ελευθερίας μετακίνησης σ’ έναν τόπο ή χώρο
- η επίτευξη συμφωνίας μετά από συζητήσεις ή διαπραγματεύσεις
- (μουσική) το τελείωμα μουσικής φράσης
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ανοιγοκλείσιμο
- → δείτε τη λέξη κλείνω