↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κλείσιμο τα κλεισίματα
      γενική του κλεισίματος των κλεισιμάτων
    αιτιατική το κλείσιμο τα κλεισίματα
     κλητική κλείσιμο κλεισίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κλείσιμο < (κλείνω) κλεισ- + -ιμο
 
Κλείσιμο πόρτας.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈkli.si.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλεί‐σι‐μο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κλείσιμο ουδέτερο

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία