• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ανοιγοκλείσιμο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Συνώνυμα
      • 1.2.3 Συγγενικά
      • 1.2.4 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανοιγοκλείσιμο τα ανοιγοκλεισίματα
      γενική του ανοιγοκλεισίματος των ανοιγοκλεισιμάτων
    αιτιατική το ανοιγοκλείσιμο τα ανοιγοκλεισίματα
     κλητική ανοιγοκλείσιμο ανοιγοκλεισίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ανοιγοκλείσιμο < ανοίγω + -ο- + κλείσιμο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανοιγοκλείσιμο ουδέτερο

  • το (συνεχές) άνοιγμα και κλείσιμο

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • ανοιγόκλειμα
  • ανοιγόκλεισμα

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • ανοιγοσφάλισμα

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη ανοιγοκλείνω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ανοιγοκλείσιμο
  • γαλλικά : clignotement (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ανοιγοκλείσιμο&oldid=7113856"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Μαΐου 2025, στις 19:45

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Μαΐου 2025, στις 19:45.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας