↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανοιγοκλείσιμο τα ανοιγοκλεισίματα
      γενική του ανοιγοκλεισίματος των ανοιγοκλεισιμάτων
    αιτιατική το ανοιγοκλείσιμο τα ανοιγοκλεισίματα
     κλητική ανοιγοκλείσιμο ανοιγοκλεισίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανοιγοκλείσιμο < ανοίγω + -ο- + κλείσιμο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανοιγοκλείσιμο ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία