μανταλωτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μανταλωτής < μανταλώνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
μανταλωτής αρσενικό
- (πληροφορική) ηλεκτρονικό κύκλωμα που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση ψηφιακών δεδομένων δυαδικού τύπου. Συνήθως χρησιμοποιείται ως το δομικό στοιχείό στο κύκλωμα του δισταθούς πολυδονητή.