Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μανταλωτής οι μανταλωτές
      γενική του μανταλωτή των μανταλωτών
    αιτιατική τον μανταλωτή τους μανταλωτές
     κλητική μανταλωτή μανταλωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μανταλωτής < μανταλώνω
 
Ένας SR μανταλωτής αποτελούμενος από 2 πύλες NOR

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μανταλωτής αρσενικό


Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία