ξεμανταλώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξεμανταλώνω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεμανταλώνω | ξεμαντάλωνα | θα ξεμανταλώνω | να ξεμανταλώνω | ξεμανταλώνοντας | |
β' ενικ. | ξεμανταλώνεις | ξεμαντάλωνες | θα ξεμανταλώνεις | να ξεμανταλώνεις | ξεμαντάλωνε | |
γ' ενικ. | ξεμανταλώνει | ξεμαντάλωνε | θα ξεμανταλώνει | να ξεμανταλώνει | ||
α' πληθ. | ξεμανταλώνουμε | ξεμανταλώναμε | θα ξεμανταλώνουμε | να ξεμανταλώνουμε | ||
β' πληθ. | ξεμανταλώνετε | ξεμανταλώνατε | θα ξεμανταλώνετε | να ξεμανταλώνετε | ξεμανταλώνετε | |
γ' πληθ. | ξεμανταλώνουν(ε) | ξεμαντάλωναν ξεμανταλώναν(ε) |
θα ξεμανταλώνουν(ε) | να ξεμανταλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεμαντάλωσα | θα ξεμανταλώσω | να ξεμανταλώσω | ξεμανταλώσει | ||
β' ενικ. | ξεμαντάλωσες | θα ξεμανταλώσεις | να ξεμανταλώσεις | ξεμαντάλωσε | ||
γ' ενικ. | ξεμαντάλωσε | θα ξεμανταλώσει | να ξεμανταλώσει | |||
α' πληθ. | ξεμανταλώσαμε | θα ξεμανταλώσουμε | να ξεμανταλώσουμε | |||
β' πληθ. | ξεμανταλώσατε | θα ξεμανταλώσετε | να ξεμανταλώσετε | ξεμανταλώστε | ||
γ' πληθ. | ξεμαντάλωσαν ξεμανταλώσαν(ε) |
θα ξεμανταλώσουν(ε) | να ξεμανταλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεμανταλώσει | είχα ξεμανταλώσει | θα έχω ξεμανταλώσει | να έχω ξεμανταλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεμανταλώσει | είχες ξεμανταλώσει | θα έχεις ξεμανταλώσει | να έχεις ξεμανταλώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεμανταλώσει | είχε ξεμανταλώσει | θα έχει ξεμανταλώσει | να έχει ξεμανταλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεμανταλώσει | είχαμε ξεμανταλώσει | θα έχουμε ξεμανταλώσει | να έχουμε ξεμανταλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεμανταλώσει | είχατε ξεμανταλώσει | θα έχετε ξεμανταλώσει | να έχετε ξεμανταλώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεμανταλώσει | είχαν ξεμανταλώσει | θα έχουν ξεμανταλώσει | να έχουν ξεμανταλώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεμανταλώνω
|