thunder
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία- (μετεωρολογία) η βροντή, το μπουμπουνητό, ο ισχυρός και παρατεταμένος κρότος που συνοδεύει την αστραπή ή τον κεραυνό
- ⮡ The thunder panicked the horses.
- Οι βροντές πανικοβάλανε τα άλογα.
- ⮡ Thunder rumbled in the distance.
- Ένα μπουμπουνητό ακούστηκε μακριά.
- ⮡ The thunder panicked the horses.
- η βροντή, το μπουμπουνητό, για κάθε ισχυρό κρότο σαν βροντή
- ⮡ the thunder of the canons - οι βροντές των κανονιών
- ⮡ Canons were sounding like distant thunder.
- Ακούγονταν κανονιές σαν μακρινά μπουμπουνητά.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | thunder |
γ΄ ενικό ενεστώτα | thunders |
αόριστος | thundered |
παθητική μετοχή | thundered |
ενεργητική μετοχή | thundering |
thunder (en)
- (αμετάβατο) βροντάει, μπουμπουνίζει
- ⮡ There’s lighting and it’s thundering.
- Αστράφτει και βροντά(ει).
- ⮡ It’s raining hard and thundering.
- Βρέχει δυνατά και μπουμπουνίζει.
- ⮡ There’s lighting and it’s thundering.
- (αμετάβατο) βροντάω, παράγω ισχυρό κρότο
- ⮡ The cannons thundered during the battle.
- Τα κανόνια βροντούσαν στη μάχη.
- ⮡ The cannons thundered during the battle.
- (αμετάβατο) περνάω με εκκωφαντικό κρότο
- ⮡ The train thundered through the station.
- Το τρένο πέρασε μεσ' απ' το σταθμό μ' εκκωφαντικό κρότο.
- ⮡ The train thundered through the station.