Ουσιαστικό

επεξεργασία

thunder (en) (μη μετρήσιμο)

  1. (μετεωρολογία) η βροντή, το μπουμπουνητό, ο ισχυρός και παρατεταμένος κρότος που συνοδεύει την αστραπή ή τον κεραυνό
    ⮡  The thunder panicked the horses.
    Οι βροντές πανικοβάλανε τα άλογα.
    ⮡  Thunder rumbled in the distance.
    Ένα μπουμπουνητό ακούστηκε μακριά.
  2. η βροντή, το μπουμπουνητό, για κάθε ισχυρό κρότο σαν βροντή
    ⮡  the thunder of the canons - οι βροντές των κανονιών
    ⮡  Canons were sounding like distant thunder.
    Ακούγονταν κανονιές σαν μακρινά μπουμπουνητά.
ενεστώτας thunder
γ΄ ενικό ενεστώτα thunders
αόριστος thundered
παθητική μετοχή thundered
ενεργητική μετοχή thundering

thunder (en)

  1. (αμετάβατο) βροντάει, μπουμπουνίζει
    ⮡  There’s lighting and it’s thundering.
    Αστράφτει και βροντά(ει).
    ⮡  It’s raining hard and thundering.
    Βρέχει δυνατά και μπουμπουνίζει.
  2. (αμετάβατο) βροντάω, παράγω ισχυρό κρότο
    ⮡  The cannons thundered during the battle.
    Τα κανόνια βροντούσαν στη μάχη.
  3. (αμετάβατο) περνάω με εκκωφαντικό κρότο
    ⮡  The train thundered through the station.
    Το τρένο πέρασε μεσ' απ' το σταθμό μ' εκκωφαντικό κρότο.