μπουμπουνητό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπουμπουνητό < μπουμπουν(ίζω) (ηχομιμητική λέξη) + -ητό
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /bu.bu.niˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπου‐μπου‐νη‐τό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπουμπουνητό ουδέτερο
- η βροντή
- ※ Φώτιος Χρυσανθόπουλος (Φωτάκος) Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, 1858 - Τόμος γ@books.google
- Το δε Ζίντσι εβγάζει ψάρια μικρά τον χειμώνα, όταν γίνεται βροχή και μπουμπουνητά πολλά, και οι κάτοικοι της Κανδύλας τα πιάνουν. [μεταγραφή σε μονοτονικό]
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μπουμπουνίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπουμπουνητό
|