Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπουμπουνίζω < (ηχομιμητική λέξη) (μπου μπου)

  Ρήμα επεξεργασία

μπουμπουνίζω

  1. → δείτε τη λέξη μπουμπουνίζει
  2. (αμετάβατο) κάνω ένα θόρυβο που ακούγεται σαν "μπου-μπου" (ενώ καίω με μεγάλη φλόγα)
  3. (μεταβατικό) ρίχνω στη φωτιά πολλά ξύλα για να αυξηθεί η φλόγα
  4. (μεταφορικά) χρησιμοποιώ μεγάλες ποσότητες κάποιου υλικού
    μπουμπούνισε το φαγητό στο αλάτι και δεν τρώγεται
  5. (μεταβατικό) καταφέρω χτύπημα, πλήγμα

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία