μπουμπουνίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπουμπουνίζω < (ηχομιμητική λέξη) (μπου μπου)
Ρήμα
επεξεργασίαμπουμπουνίζω
- → δείτε τη λέξη μπουμπουνίζει
- (αμετάβατο) κάνω ένα θόρυβο που ακούγεται σαν "μπου-μπου" (ενώ καίω με μεγάλη φλόγα)
- (μεταβατικό) ρίχνω στη φωτιά πολλά ξύλα για να αυξηθεί η φλόγα
- (μεταφορικά) χρησιμοποιώ μεγάλες ποσότητες κάποιου υλικού
- μπουμπούνισε το φαγητό στο αλάτι και δεν τρώγεται
- (μεταβατικό) καταφέρω χτύπημα, πλήγμα
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μπουμπουνίζω | μπουμπούνιζα | θα μπουμπουνίζω | να μπουμπουνίζω | μπουμπουνίζοντας | |
β' ενικ. | μπουμπουνίζεις | μπουμπούνιζες | θα μπουμπουνίζεις | να μπουμπουνίζεις | μπουμπούνιζε | |
γ' ενικ. | μπουμπουνίζει | μπουμπούνιζε | θα μπουμπουνίζει | να μπουμπουνίζει | ||
α' πληθ. | μπουμπουνίζουμε | μπουμπουνίζαμε | θα μπουμπουνίζουμε | να μπουμπουνίζουμε | ||
β' πληθ. | μπουμπουνίζετε | μπουμπουνίζατε | θα μπουμπουνίζετε | να μπουμπουνίζετε | μπουμπουνίζετε | |
γ' πληθ. | μπουμπουνίζουν(ε) | μπουμπούνιζαν μπουμπουνίζαν(ε) |
θα μπουμπουνίζουν(ε) | να μπουμπουνίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μπουμπούνισα | θα μπουμπουνίσω | να μπουμπουνίσω | μπουμπουνίσει | ||
β' ενικ. | μπουμπούνισες | θα μπουμπουνίσεις | να μπουμπουνίσεις | μπουμπούνισε | ||
γ' ενικ. | μπουμπούνισε | θα μπουμπουνίσει | να μπουμπουνίσει | |||
α' πληθ. | μπουμπουνίσαμε | θα μπουμπουνίσουμε | να μπουμπουνίσουμε | |||
β' πληθ. | μπουμπουνίσατε | θα μπουμπουνίσετε | να μπουμπουνίσετε | μπουμπουνίστε | ||
γ' πληθ. | μπουμπούνισαν μπουμπουνίσαν(ε) |
θα μπουμπουνίσουν(ε) | να μπουμπουνίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μπουμπουνίσει | είχα μπουμπουνίσει | θα έχω μπουμπουνίσει | να έχω μπουμπουνίσει | ||
β' ενικ. | έχεις μπουμπουνίσει | είχες μπουμπουνίσει | θα έχεις μπουμπουνίσει | να έχεις μπουμπουνίσει | ||
γ' ενικ. | έχει μπουμπουνίσει | είχε μπουμπουνίσει | θα έχει μπουμπουνίσει | να έχει μπουμπουνίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μπουμπουνίσει | είχαμε μπουμπουνίσει | θα έχουμε μπουμπουνίσει | να έχουμε μπουμπουνίσει | ||
β' πληθ. | έχετε μπουμπουνίσει | είχατε μπουμπουνίσει | θα έχετε μπουμπουνίσει | να έχετε μπουμπουνίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μπουμπουνίσει | είχαν μπουμπουνίσει | θα έχουν μπουμπουνίσει | να έχουν μπουμπουνίσει |
|