ενεστώτας rumble
γ΄ ενικό ενεστώτα rumbles
αόριστος rumbled
παθητική μετοχή rumbled
ενεργητική μετοχή rumbling

rumble (en)

  • γουργουρίζω, παράγω έναν μακρύ βαθύ ήχο ή μια σειρά ήχων
    ⮡  I am hungry, my stomach is rumbling.
    Πεινάω, γουργουρίζει η κοιλιά μου.