boom
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
boom (en)
Ρήμα επεξεργασία
boom (en)
Αφρικάανς (af) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
boom (af)
- το δέντρο
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- boom < (άμεσο δάνειο) αγγλική boom ("έκρηξη")
Προφορά επεξεργασία
Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
boom | booms |
boom (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) μεγάλη ρεκλάμα για το λανσάρισμα ενός προϊόντος
- (οικονομία) απότομη άνοδος της τιμής των αξιών ή των εμπορευμάτων· ξαφνική αλλά ασταθής ανάπτυξη της οικονομίας
- απότομη αύξηση της γεννητικότητας
- μεγάλη εντύπωση που προκαλείται σε ένα πλήθος
- (αργκό) (Γαλλία) ετήσια εορτή μιας grande école
Εκφράσεις επεξεργασία
- (être) en plein boom - (βρίσκομαι) σε πλήρη ανάπτυξη
Ολλανδικά (nl) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
boom (nl)
- το δέντρο