boom
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
boom | booms |
boom (en)
- η οικονομική άνθηση, η άνοδος, μεγάλη οικονομική ανάπτυξη
- ⮡ Living standards improved rapidly during the post-war (economic) boom.
- Το βιοτικό επίπεδο βελτιώθηκε ραγδαία κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής οικονομικής άνθησης.
- ⮡ Sales of summer homes are experiencing a major boom.
- Οι πωλήσεις εξοχικών κατοικιών γνωρίζουν μεγάλη άνθηση.
- ⮡ There is a boom in car sales.
- Οι πωλήσεις αυτοκινήτων είναι σε άνοδο.
- ⮡ Living standards improved rapidly during the post-war (economic) boom.
- απότομη αύξηση του πληθυσμού
- μεγάλη άνοδος των τιμών
- βροντή
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | boom |
γ΄ ενικό ενεστώτα | booms |
αόριστος | boomed |
παθητική μετοχή | boomed |
ενεργητική μετοχή | booming |
boom (en)
- (αμετάβατο) βροντάω, αντηχώ, παράγω ισχυρό κρότο
- ⮡ The thunder boomed in the sky.
- Η βροντή βροντοκόπησε στον ουρανό.
- ⮡ Thunder boomed in the valley.
- Η βροντή αντηχούσε στην κοιλάδα.
- ⮡ The thunder boomed in the sky.
- ακούγομαι δυνατά
- ⮡ A voice boomed (out) from the darkness.
- Μια φωνή ακούγεται δυνατά από το σκοτάδι.
- ⮡ A voice boomed (out) from the darkness.
- (αμετάβατο) γνωρίζω άνθηση, για δουλειές που πάνε καλά
- ⮡ E-commerce boomed during the pandemic.
- Το ηλεκτρονικό εμπόριο γνώρισε άνθηση κατά την διάρκεια της πανδημίας.
- ⮡ Business is booming in both inland and coastal resorts.
- Οι δουλειές πάνε καλά τόσο στις μεσόγειες περιοχές όσο και στα παραθαλάσσια θέρετρα.
- ⮡ E-commerce boomed during the pandemic.
Πηγές
επεξεργασία
Αφρικάανς (af)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- boom < (άμεσο δάνειο) αγγλική boom ("έκρηξη")
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
boom | booms |
boom (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) μεγάλη ρεκλάμα για το λανσάρισμα ενός προϊόντος
- (οικονομία) απότομη άνοδος της τιμής των αξιών ή των εμπορευμάτων· ξαφνική αλλά ασταθής ανάπτυξη της οικονομίας
- απότομη αύξηση της γεννητικότητας
- μεγάλη εντύπωση που προκαλείται σε ένα πλήθος
- (αργκό) (Γαλλία) ετήσια εορτή μιας grande école