Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bond bonds

bond (en)

  1. (μετρήσιμο) ο δεσμός, τα δεσμά, που συνδέει μεταξύ τους δύο άτομα ή σύνολα από συναισθηματική, κοινωνική, οικονομική κ.α. άποψη
    ⮡  the bond of marriage - ο δεσμός του γάμου
    ⮡  family bonds - οικογενειακοί δεσμοί
    ⮡  the bonds of friendship - τα δεσμά της φιλίας
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη link
  2. (επίσημο, μόνο στον πληθυντικό) τα δεσμά, οτιδήποτε με εμποδίζει να είμαι ελεύθερος να κάνω αυτό που θέλω
    ⮡  the bonds of slavery - τα δεσμά δουλείας
     συνώνυμα: shackles
  3. (χημεία) ο χημικός δεσμός
    ⮡  covalent bond - ομοιοπολικός δεσμός
  4. (οικονομία) η ομολογία, το ομόλογο, ομολογιακό δάνειο
  5. χρήματα που καταβάλλονται ως μέρος της εγγύησης (bail) προκειμένου να αφεθεί ελεύθερος ένας κρατούμενος και κατόπιν δεν επιστρέφονται
ενεστώτας bond
γ΄ ενικό ενεστώτα bonds
αόριστος bonded
παθητική μετοχή bonded
ενεργητική μετοχή bonding

bond (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) δένω, κολλάω, συνδέω τα μέρη ενός πράγματος σε ενιαίο και χρηστικό σύνολο
    ⮡  Goldsmiths bond gold when processing it.
    Οι χρυσοχόοι δένουν το χρυσό κατά την επεξεργασία του.
    ⮡  I am bonding two pieces of metal together.
    Κολλώ δυο μέταλλα.
     συνώνυμα: bind



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bond (fr)