Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
shackle shackles

shackle (en)

  • (επίσημο, μόνο στον πληθυντικό) τα δεσμά, μια συγκεκριμένη κατάσταση ή ένα σύνολο συνθηκών που με εμποδίζουν να πω ή να κάνω αυτό που θέλω
    ⮡  the shackles of social conventions - τα δεσμά των κοινωνικών συμβατικοτήτων
    ⮡  the shackles of etiquette/routine - τα δεσμά της ετικέτας/της ρουτίνας
     συνώνυμα: bonds
ενεστώτας shackle
γ΄ ενικό ενεστώτα shackles
αόριστος shackled
παθητική μετοχή shackled
ενεργητική μετοχή shackling

shackle (en)