Ουσιαστικό

επεξεργασία

bail (en)

he was released on bail - αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
bail baux

bail (fr) αρσενικό