bail
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbail (en)
- εγγύηση για (κρατούμενο)
- he was released on bail - αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
bail | baux |
bail (fr) αρσενικό