εκμίσθωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκμίσθωση | οι | εκμισθώσεις |
γενική | της | εκμίσθωσης* | των | εκμισθώσεων |
αιτιατική | την | εκμίσθωση | τις | εκμισθώσεις |
κλητική | εκμίσθωση | εκμισθώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκμισθώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εκμίσθωση < εκμισθώνω + -ση < αρχαία ελληνική ἐκμισθῶ < μισθός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ekˈmi.sθo.si/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεκμίσθωση θηλυκό
- (νομικός όρος) η προσωρινή και έναντι συμφωνημένου τιμήματος εκχώρηση της χρήσης ενός πράγματος (διαμερίσματος, χωραφιού κ.λπ.) σε κάποιον άλλον.
- (ιστορικός όρος) εκμίσθωση φόρων: η παραχώρηση του δικαιώματος, από την κεντρική κυβέρνηση, σε έναν ιδιώτη να παραλαμβάνει ο ίδιος τους φόρους από τους πολίτες.