εκμισθώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκμισθώνω < αρχαία ελληνική ἐκμισθῶ < μισθός
Ρήμα
επεξεργασίαεκμισθώνω
- (νομικός όρος) δίνω επικαρπία ενός αντικειμένου σε κάποιον έναντι περιοδικής απολαβής
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- εκμισθωμένη πτήση (charter flight)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκμισθώνω | εκμίσθωνα | θα εκμισθώνω | να εκμισθώνω | εκμισθώνοντας | |
β' ενικ. | εκμισθώνεις | εκμίσθωνες | θα εκμισθώνεις | να εκμισθώνεις | εκμίσθωνε | |
γ' ενικ. | εκμισθώνει | εκμίσθωνε | θα εκμισθώνει | να εκμισθώνει | ||
α' πληθ. | εκμισθώνουμε | εκμισθώναμε | θα εκμισθώνουμε | να εκμισθώνουμε | ||
β' πληθ. | εκμισθώνετε | εκμισθώνατε | θα εκμισθώνετε | να εκμισθώνετε | εκμισθώνετε | |
γ' πληθ. | εκμισθώνουν(ε) | εκμίσθωναν εκμισθώναν(ε) |
θα εκμισθώνουν(ε) | να εκμισθώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκμίσθωσα | θα εκμισθώσω | να εκμισθώσω | εκμισθώσει | ||
β' ενικ. | εκμίσθωσες | θα εκμισθώσεις | να εκμισθώσεις | εκμίσθωσε | ||
γ' ενικ. | εκμίσθωσε | θα εκμισθώσει | να εκμισθώσει | |||
α' πληθ. | εκμισθώσαμε | θα εκμισθώσουμε | να εκμισθώσουμε | |||
β' πληθ. | εκμισθώσατε | θα εκμισθώσετε | να εκμισθώσετε | εκμισθώστε | ||
γ' πληθ. | εκμίσθωσαν εκμισθώσαν(ε) |
θα εκμισθώσουν(ε) | να εκμισθώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκμισθώσει | είχα εκμισθώσει | θα έχω εκμισθώσει | να έχω εκμισθώσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκμισθώσει | είχες εκμισθώσει | θα έχεις εκμισθώσει | να έχεις εκμισθώσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκμισθώσει | είχε εκμισθώσει | θα έχει εκμισθώσει | να έχει εκμισθώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκμισθώσει | είχαμε εκμισθώσει | θα έχουμε εκμισθώσει | να έχουμε εκμισθώσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκμισθώσει | είχατε εκμισθώσει | θα έχετε εκμισθώσει | να έχετε εκμισθώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκμισθώσει | είχαν εκμισθώσει | θα έχουν εκμισθώσει | να έχουν εκμισθώσει |
|