Δείτε επίσης: ἀπολαβή, απόλαυση

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απολαβή οι απολαβές
      γενική της απολαβής των απολαβών
    αιτιατική την απολαβή τις απολαβές
     κλητική απολαβή απολαβές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απολαβή < μεσαιωνική ελληνική ἀπολαβή[1] < αρχαία ελληνική ἀπολαμβάνω < ἀπό + λαμβάνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απολαβή θηλυκό

  1. λήψη
  2. όφελος, κέρδος
  3. (συνήθως στον πληθυντικό: απολαβές) αμοιβή, μισθός, αποδοχές
  4. απόλαυση

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  1. ἀπολαβή - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)