Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
profit profits

profit (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το κέρδος, τα χρήματα που βγάζω αφού πουλήσω πράγματα, ειδικά αφού πληρώσω το σχετικό κόστος
    ⮡  taxable profit - φορολογήσιμα κέρδη
    ⮡  The two of them divided the profits in half.
    Μοιράσανε οι δυο τους τα κέρδη από μισά.
     συνώνυμα: gain
     αντώνυμα: loss
  2. (μη μετρήσιμο, επίσημο) το κέρδος, το όφελος, το πλεονέκτημα που έχω
    ⮡  It is not to our profit.
    Δεν είναι προς το όφελός μας.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη advantage
ενεστώτας profit
γ΄ ενικό ενεστώτα profits
αόριστος profited
παθητική μετοχή profited
ενεργητική μετοχή profiting

profit (en)



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pʁɔ.fi/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
profit profits

profit (fr) αρσενικό

  1. το κέρδος
  2. η ωφέλεια
  3. το καζάντι
  4. το χαΐρι

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

profit (ca) αρσενικό

  1. κέρδος
  2. ωφέλεια

Εκφράσεις

επεξεργασία