profitant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | profitant | profitants |
θηλυκό | profitante | profitantes |
Επίθετο
επεξεργασίαprofitant (fr)
- που παρέχει κάποιο όφελος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη profit
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | profitant | profitants |
θηλυκό | profitante | profitantes |
profitant (fr)