καζάντι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καζάντι | τα | καζάντια |
γενική | του | καζαντιού | των | καζαντιών |
αιτιατική | το | καζάντι | τα | καζάντια |
κλητική | καζάντι | καζάντια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. συνήθως στον πληθυντικό | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καζάντι < καζαντίζω + -ι (αναδρομικός σχηματισμός)[1] < μεσαιωνική ελληνική καζαντίζω < τουρκική kazandı < kazanmak < οθωμανική τουρκική قزانمق (qazanmaq) < πρωτοτουρκική *kaŕgan
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaˈzan.di/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ζά‐ντι
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαζάντι ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη καζαντίζω
Εκφράσεις
επεξεργασία- είδαμε τα καζάντια σου!: λέγεται ειρωνικά σε κάποιον που απέτυχε να κερδίσει χρήματα ή σε κάποια του επιδίωξη υπονοώντας ότι τα μέσα που χρησιμοποίησε δεν ήταν τα κατάλληλα.
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ καζάντι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας