Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καζαντίζω < μεσαιωνική ελληνική καζαντίζω[1] < τουρκική kazandı < kazanmak < οθωμανική τουρκική قزانمق (qazanmaq) < πρωτοτουρκική *kaŕgan

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.zanˈdi.zo/

  Ρήμα επεξεργασία

καζαντίζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία