καζαντίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καζαντίζω < μεσαιωνική ελληνική καζαντίζω[1] < τουρκική kazandı < kazanmak < οθωμανική τουρκική قزانمق (qazanmaq) < πρωτοτουρκική *kaŕgan
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.zanˈdi.zo/
Ρήμα
επεξεργασίακαζαντίζω
- πλουτίζω, αποκτώ περιουσία
- ※ Κι αποφάσισα να ξενιτευτώ και γω, να πάνω να καζαντίσω και να 'ρθω να πάρω την Αννιώ με το σπαθί μου. (Κωσταντίνος Χατζόπουλος (1923)[2] Η Αννιώ [διήγημα])
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καζαντίζω | καζάντιζα | θα καζαντίζω | να καζαντίζω | καζαντίζοντας | |
β' ενικ. | καζαντίζεις | καζάντιζες | θα καζαντίζεις | να καζαντίζεις | καζάντιζε | |
γ' ενικ. | καζαντίζει | καζάντιζε | θα καζαντίζει | να καζαντίζει | ||
α' πληθ. | καζαντίζουμε | καζαντίζαμε | θα καζαντίζουμε | να καζαντίζουμε | ||
β' πληθ. | καζαντίζετε | καζαντίζατε | θα καζαντίζετε | να καζαντίζετε | καζαντίζετε | |
γ' πληθ. | καζαντίζουν(ε) | καζάντιζαν καζαντίζαν(ε) |
θα καζαντίζουν(ε) | να καζαντίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καζάντισα | θα καζαντίσω | να καζαντίσω | καζαντίσει | ||
β' ενικ. | καζάντισες | θα καζαντίσεις | να καζαντίσεις | καζάντισε | ||
γ' ενικ. | καζάντισε | θα καζαντίσει | να καζαντίσει | |||
α' πληθ. | καζαντίσαμε | θα καζαντίσουμε | να καζαντίσουμε | |||
β' πληθ. | καζαντίσατε | θα καζαντίσετε | να καζαντίσετε | καζαντίστε | ||
γ' πληθ. | καζάντισαν καζαντίσαν(ε) |
θα καζαντίσουν(ε) | να καζαντίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καζαντίσει | είχα καζαντίσει | θα έχω καζαντίσει | να έχω καζαντίσει | ||
β' ενικ. | έχεις καζαντίσει | είχες καζαντίσει | θα έχεις καζαντίσει | να έχεις καζαντίσει | ||
γ' ενικ. | έχει καζαντίσει | είχε καζαντίσει | θα έχει καζαντίσει | να έχει καζαντίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καζαντίσει | είχαμε καζαντίσει | θα έχουμε καζαντίσει | να έχουμε καζαντίσει | ||
β' πληθ. | έχετε καζαντίσει | είχατε καζαντίσει | θα έχετε καζαντίσει | να έχετε καζαντίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καζαντίσει | είχαν καζαντίσει | θα έχουν καζαντίσει | να έχουν καζαντίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία καζαντίζω
→ δείτε τη λέξη πλουτίζω |
- ↑ καζαντίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ http://www.elia.org.gr/userfiles/archives/ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ__ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΟΣ.pdf