Ετυμολογία

επεξεργασία
πλουτίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πλουτίζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pluˈti.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλου‐τί‐ζω

πλουτίζω, αόρ.: πλούτισα, παθ.φωνή: πλουτίζομαι, π.αόρ.: πλουτίστηκα, μτχ.π.π.: πλουτισμένος

  1. (αμετάβατο) γίνομαι πλούσιος
     συνώνυμα: αρχονταίνω, βγάζω λεφτά, θησαυρίζω, πλουταίνω
  2. (μεταβατικό) κάνω κάποιον πλούσιο
     συνώνυμα: πλουταίνω
  3. (μεταβατικό, μεταφορικά) διευρύνω κάτι προσθέτοντας καινούργια στοιχεία
     συνώνυμα: πλουταίνω, εμπλουτίζω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
πλουτίζω < πλοῦτ(ος) + -ίζω

πλουτίζω