πλουτίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλουτίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πλουτίζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pluˈti.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλου‐τί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαπλουτίζω, αόρ.: πλούτισα, παθ.φωνή: πλουτίζομαι, π.αόρ.: πλουτίστηκα, μτχ.π.π.: πλουτισμένος
- (αμετάβατο) γίνομαι πλούσιος
- (μεταβατικό) κάνω κάποιον πλούσιο
- (μεταβατικό, μεταφορικά) διευρύνω κάτι προσθέτοντας καινούργια στοιχεία
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- πλούτισμα
- πλουτισμός
- → και δείτε τη λέξη πλούτος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πλουτίζω | πλούτιζα | θα πλουτίζω | να πλουτίζω | πλουτίζοντας | |
β' ενικ. | πλουτίζεις | πλούτιζες | θα πλουτίζεις | να πλουτίζεις | πλούτιζε | |
γ' ενικ. | πλουτίζει | πλούτιζε | θα πλουτίζει | να πλουτίζει | ||
α' πληθ. | πλουτίζουμε | πλουτίζαμε | θα πλουτίζουμε | να πλουτίζουμε | ||
β' πληθ. | πλουτίζετε | πλουτίζατε | θα πλουτίζετε | να πλουτίζετε | πλουτίζετε | |
γ' πληθ. | πλουτίζουν(ε) | πλούτιζαν πλουτίζαν(ε) |
θα πλουτίζουν(ε) | να πλουτίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πλούτισα | θα πλουτίσω | να πλουτίσω | πλουτίσει | ||
β' ενικ. | πλούτισες | θα πλουτίσεις | να πλουτίσεις | πλούτισε | ||
γ' ενικ. | πλούτισε | θα πλουτίσει | να πλουτίσει | |||
α' πληθ. | πλουτίσαμε | θα πλουτίσουμε | να πλουτίσουμε | |||
β' πληθ. | πλουτίσατε | θα πλουτίσετε | να πλουτίσετε | πλουτίστε | ||
γ' πληθ. | πλούτισαν πλουτίσαν(ε) |
θα πλουτίσουν(ε) | να πλουτίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πλουτίσει | είχα πλουτίσει | θα έχω πλουτίσει | να έχω πλουτίσει | ||
β' ενικ. | έχεις πλουτίσει | είχες πλουτίσει | θα έχεις πλουτίσει | να έχεις πλουτίσει | ||
γ' ενικ. | έχει πλουτίσει | είχε πλουτίσει | θα έχει πλουτίσει | να έχει πλουτίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πλουτίσει | είχαμε πλουτίσει | θα έχουμε πλουτίσει | να έχουμε πλουτίσει | ||
β' πληθ. | έχετε πλουτίσει | είχατε πλουτίσει | θα έχετε πλουτίσει | να έχετε πλουτίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πλουτίσει | είχαν πλουτίσει | θα έχουν πλουτίσει | να έχουν πλουτίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πλουτίζομαι | πλουτιζόμουν(α) | θα πλουτίζομαι | να πλουτίζομαι | ||
β' ενικ. | πλουτίζεσαι | πλουτιζόσουν(α) | θα πλουτίζεσαι | να πλουτίζεσαι | (πλουτίζου) | |
γ' ενικ. | πλουτίζεται | πλουτιζόταν(ε) | θα πλουτίζεται | να πλουτίζεται | ||
α' πληθ. | πλουτιζόμαστε | πλουτιζόμαστε πλουτιζόμασταν |
θα πλουτιζόμαστε | να πλουτιζόμαστε | ||
β' πληθ. | πλουτίζεστε | πλουτιζόσαστε πλουτιζόσασταν |
θα πλουτίζεστε | να πλουτίζεστε | (πλουτίζεστε) | |
γ' πληθ. | πλουτίζονται | πλουτίζονταν πλουτιζόντουσαν |
θα πλουτίζονται | να πλουτίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πλουτίστηκα | θα πλουτιστώ | να πλουτιστώ | πλουτιστεί | ||
β' ενικ. | πλουτίστηκες | θα πλουτιστείς | να πλουτιστείς | πλουτίσου | ||
γ' ενικ. | πλουτίστηκε | θα πλουτιστεί | να πλουτιστεί | |||
α' πληθ. | πλουτιστήκαμε | θα πλουτιστούμε | να πλουτιστούμε | |||
β' πληθ. | πλουτιστήκατε | θα πλουτιστείτε | να πλουτιστείτε | πλουτιστείτε | ||
γ' πληθ. | πλουτίστηκαν πλουτιστήκαν(ε) |
θα πλουτιστούν(ε) | να πλουτιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω πλουτιστεί | είχα πλουτιστεί | θα έχω πλουτιστεί | να έχω πλουτιστεί | πλουτισμένος | |
β' ενικ. | έχεις πλουτιστεί | είχες πλουτιστεί | θα έχεις πλουτιστεί | να έχεις πλουτιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει πλουτιστεί | είχε πλουτιστεί | θα έχει πλουτιστεί | να έχει πλουτιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε πλουτιστεί | είχαμε πλουτιστεί | θα έχουμε πλουτιστεί | να έχουμε πλουτιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε πλουτιστεί | είχατε πλουτιστεί | θα έχετε πλουτιστεί | να έχετε πλουτιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν πλουτιστεί | είχαν πλουτιστεί | θα έχουν πλουτιστεί | να έχουν πλουτιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι πλουτισμένος - είμαστε, είστε, είναι πλουτισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν πλουτισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν πλουτισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι πλουτισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι πλουτισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι πλουτισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι πλουτισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πλουτίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πλουτίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπλουτίζω
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πλουτίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πλουτίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.