καζάντισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καζάντισμα < καζαντίζω + -μα < μεσαιωνική ελληνική καζαντίζω < τουρκική kazandı < kazanmak < οθωμανική τουρκική قزانمق (qazanmaq) < πρωτοτουρκική *kaŕgan
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaˈzan.di.zma/
Ουσιαστικό επεξεργασία
καζάντισμα ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καζαντίζω
- Πλουτισμός
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη καζαντίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
καζάντισμα
|