↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πλουτισμός οι πλουτισμοί
      γενική του πλουτισμού των πλουτισμών
    αιτιατική τον πλουτισμό τους πλουτισμούς
     κλητική πλουτισμέ πλουτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πλουτισμός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πλουτισμός αρσενικό

  1. η απόκτηση πλούτου
  2. η διεύρυνση μιας αξίας χάρη στην προσθήκη νέων στοιχείων

Συγγενικά

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη  πλούτος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία