Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πλουτισμός οι πλουτισμοί
      γενική του πλουτισμού των πλουτισμών
    αιτιατική τον πλουτισμό τους πλουτισμούς
     κλητική πλουτισμέ πλουτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλουτισμός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλουτισμός αρσενικό

  1. η απόκτηση πλούτου
  2. η διεύρυνση μιας αξίας χάρη στην προσθήκη νέων στοιχείων

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  πλούτος

Σύνθετα επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία