φτώχεμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φτώχεμα | τα | φτωχέματα |
γενική | του | φτωχέματος | των | φτωχεμάτων |
αιτιατική | το | φτώχεμα | τα | φτωχέματα |
κλητική | φτώχεμα | φτωχέματα | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φτώχεμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πτώχεμα κατά το φτωχαίνω < αρχαία ελληνική πτωχεύω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈfto.çe.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φτώ‐χε‐με
Ουσιαστικό επεξεργασία
φτώχεμα ουδέτερο
- το να γίνεται κάτι πιο φτωχό
- η οικονομική πορεία από μια ανώτερη ή μέση οικονομική κατάσταση, στην κατάσταση της φτώχειας
- (σπάνιο, οικονομία) η πτώχευση
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις φτωχός και πτωχός
Μεταφράσεις επεξεργασία
το να γίνεται κάτι πιο φτωχό
στην οικονομία
→ δείτε τη λέξη πτώχευση |
Πηγές επεξεργασία
- φτώχεμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)