Ετυμολογία

επεξεργασία

πτωχεύω, αόρ.: πτώχευσα (χωρίς παθητική φωνή)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη φτωχός

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
πτωχεύω < πτωχ(ός) + -εύω