πτωχός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πτωχός | η | πτωχή | το | πτωχό |
γενική | του | πτωχού | της | πτωχής | του | πτωχού |
αιτιατική | τον | πτωχό | την | πτωχή | το | πτωχό |
κλητική | πτωχέ | πτωχή | πτωχό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πτωχοί | οι | πτωχές | τα | πτωχά |
γενική | των | πτωχών | των | πτωχών | των | πτωχών |
αιτιατική | τους | πτωχούς | τις | πτωχές | τα | πτωχά |
κλητική | πτωχοί | πτωχές | πτωχά | |||
Συγκρίνετε με την κλίση στο φτωχός. | ||||||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πτωχός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πτωχός. Συγκρίνετε με το φτωχός.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ptoˈxos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πτω‐χός
Επίθετο
επεξεργασίαπτωχός, -ή, -ό
- (λόγιο) συνώνυμο του φτωχός σε παγιωμένες εκφράσεις
- ιδίως ως ουσιασικό
- ⮡ έρανος υπέρ των πτωχών
- (νομικός όρος) που έχει πτωχεύσει
- ειρωνικό προσφώνηση, στην κλητική πτώση
- πτωχέ μου άνθρωπε...
- ιδίως ως ουσιασικό
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φτωχός
Μεταφράσεις
επεξεργασία πτωχός
|
Πηγές
επεξεργασία- πτωχός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία- πτωχός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πτωχός (ζητιάνος)
Επίθετο
επεξεργασίαπτωχός
Παράγωγα
επεξεργασίαμε πτωχ-
- πτωχά
- πτωχαδάκι, ἐπτωχαδάκι
- πτωχαίνω
- πτωχάκι
- πτωχεία, ἐπτωχεία, ἐπτώχεια, ἐπτωχειά
- πτώχεμα
- πτωχεμένος
- πτωχεύω
- πτωχίζω
- πτωχικά
- πτωχικός
- πτωχολογία, πτωχολογιά
- πτωχολόγιν
- Πτωχοπρόδρομος - πτωχοπροδρομάτον
- πτωχοσύνη
- πτωχότης
- πτωχοτροφεῖον
- πτωχοτροφία
- πτωχούλης
- πτωχούλικος, πτωχούλλικος
- πτωχούτσικος
- πτωχυνίσκω
- πτωχωπός
παράλληλοι τύποι με φτωχ-, φθωχ- → δείτε τη λέξη φτωχός
Πηγές
επεξεργασία- «πτωχός» σελ.311, Τόμος 18 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πτωχός | ἡ | πτωχή & πτωχός |
τὸ | πτωχόν |
γενική | τοῦ | πτωχοῦ | τῆς | πτωχῆς & πτωχοῦ |
τοῦ | πτωχοῦ |
δοτική | τῷ | πτωχῷ | τῇ | πτωχῇ & πτωχῷ |
τῷ | πτωχῷ |
αιτιατική | τὸν | πτωχόν | τὴν | πτωχήν & πτωχόν |
τὸ | πτωχόν |
κλητική ὦ! | πτωχέ | πτωχή & πτωχέ |
πτωχόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | πτωχοί | αἱ | πτωχαί & πτωχοί |
τὰ | πτωχᾰ́ |
γενική | τῶν | πτωχῶν | τῶν | πτωχῶν & πτωχῶν |
τῶν | πτωχῶν |
δοτική | τοῖς | πτωχοῖς | ταῖς | πτωχαῖς & πτωχοῖς |
τοῖς | πτωχοῖς |
αιτιατική | τοὺς | πτωχούς | τὰς | πτωχᾱ́ς & πτωχούς |
τὰ | πτωχᾰ́ |
κλητική ὦ! | πτωχοί | πτωχαί & πτωχοί |
πτωχᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πτωχώ | τὼ | πτωχᾱ́ & πτωχώ |
τὼ | πτωχώ |
γεν-δοτ | τοῖν | πτωχοῖν | τοῖν | πτωχαῖν & πτωχοῖν |
τοῖν | πτωχοῖν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ός, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'σπαρτός' όπως «σπαρτός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πτωχός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαπτωχός, -ή, -όν & -ός, -ός, -όν, συγκριτικός : πτωχότερος/πτωχίστερος, υπερθετικός : πτωχότατος
- (+ γενική) φτωχός σε κάτι
- ταπεινός, φτωχικός
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 751 (750-751)
- ἀεί σε κηδεύουσα καὶ τὸ σὸν κάρα | πτωχῷ διαίτῃ,
- Μοναδική φροντίδα της εσύ, | το πώς θα ζήσεις, στη φτώχια βουτηγμένη·
- Μετάφραση (2004): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 751 (750-751)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτωχός, -οῦ αρσενικό (θηλυκό πτωχή)
- ζητιάνος, φτωχός
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 6 (ζ. Ὀδυσσέως ἄφιξις εἰς Φαίακας.), στίχ. 208 (στίχοι 207-208)
- πρὸς γὰρ Διός εἰσιν ἅπαντες | ξεῖνοί τε πτωχοί τε, δόσις δ᾽ ὀλίγη τε φίλη τε.
- Όλοι οι φτωχοί κι οι ξένοι είναι του Δία αποσταλμένοι· | ακόμη κι αν τους δώσεις κάτι λίγο, νομίζεται καλόδεχτο.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- πρὸς γὰρ Διός εἰσιν ἅπαντες | ξεῖνοί τε πτωχοί τε, δόσις δ᾽ ὀλίγη τε φίλη τε.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 17 (ρ. Τηλεμάχου καὶ Ὀδυσσέως ἐπάνοδος εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 387 (στίχοι 386-387)
- οὗτοι γὰρ κλητοί γε βροτῶν ἐπ᾽ ἀπείρονα γαῖαν· | πτωχὸν δ᾽ οὐκ ἄν τις καλέοι τρύξοντα ἓ αὐτόν.
- Αυτούς και μόνο προσκαλούν οι άνθρωποι στη γη μας την απέραντη· | ποιος σκέφτηκε ποτέ να φέρει σπίτι του ζητιάνο, που σίγουρα θα τον απομυζήσει;
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- οὗτοι γὰρ κλητοί γε βροτῶν ἐπ᾽ ἀπείρονα γαῖαν· | πτωχὸν δ᾽ οὐκ ἄν τις καλέοι τρύξοντα ἓ αὐτόν.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 6 (ζ. Ὀδυσσέως ἄφιξις εἰς Φαίακας.), στίχ. 208 (στίχοι 207-208)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πτωχός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πτωχός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.