↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πτωχός η πτωχή το πτωχό
      γενική του πτωχού της πτωχής του πτωχού
    αιτιατική τον πτωχό την πτωχή το πτωχό
     κλητική πτωχέ πτωχή πτωχό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πτωχοί οι πτωχές τα πτωχά
      γενική των πτωχών των πτωχών των πτωχών
    αιτιατική τους πτωχούς τις πτωχές τα πτωχά
     κλητική πτωχοί πτωχές πτωχά
Συγκρίνετε με την κλίση στο φτωχός.
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πτωχός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πτωχός. Συγκρίνετε με το φτωχός.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ptoˈxos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πτω‐χός

  Επίθετο

επεξεργασία

πτωχός, -ή, -ό

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
πτωχός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πτωχός (ζητιάνος)

  Επίθετο

επεξεργασία

πτωχός

Παράγωγα

επεξεργασία

με πτωχ-

παράλληλοι τύποι με φτωχ-, φθωχ- → δείτε τη λέξη φτωχός



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική πτωχός πτωχή
πτωχός
τὸ πτωχόν
      γενική τοῦ πτωχοῦ τῆς πτωχῆς
πτωχοῦ
τοῦ πτωχοῦ
      δοτική τῷ πτωχ τῇ πτωχ
πτωχ
τῷ πτωχ
    αιτιατική τὸν πτωχόν τὴν πτωχήν
πτωχόν
τὸ πτωχόν
     κλητική ! πτωχέ πτωχή
πτωχέ
πτωχόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ πτωχοί αἱ πτωχαί
πτωχοί
τὰ πτωχᾰ́
      γενική τῶν πτωχῶν τῶν πτωχῶν
πτωχῶν
τῶν πτωχῶν
      δοτική τοῖς πτωχοῖς ταῖς πτωχαῖς
πτωχοῖς
τοῖς πτωχοῖς
    αιτιατική τοὺς πτωχούς τὰς πτωχᾱ́ς
πτωχούς
τὰ πτωχᾰ́
     κλητική ! πτωχοί πτωχαί
πτωχοί
πτωχᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πτωχώ τὼ πτωχᾱ́
πτωχώ
τὼ πτωχώ
      γεν-δοτ τοῖν πτωχοῖν τοῖν πτωχαῖν
πτωχοῖν
τοῖν πτωχοῖν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ός, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'σπαρτός' όπως «σπαρτός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πτωχός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

πτωχός, -ή, -όν & -ός, -ός, -όν, συγκριτικός: πτωχότερος/πτωχίστερος, υπερθετικός:  πτωχότατος

  1. (+ γενική) φτωχός σε κάτι
  2. ταπεινός, φτωχικός
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 751 (750-751)
    ἀεί σε κηδεύουσα καὶ τὸ σὸν κάρα | πτωχῷ διαίτῃ,
    Μοναδική φροντίδα της εσύ, | το πώς θα ζήσεις, στη φτώχια βουτηγμένη·
    Μετάφραση (2004): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πτωχός, -οῦ αρσενικό (θηλυκό πτωχή)

Συγγενικά

επεξεργασία