Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πτώξ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.3
συνώνυμες
1.3.1
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
πτώξ
<
πτώσσω
(κάνω κάποιον να ζαρώσει από φόβο)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πτώξ
αρσενικό
γενική:
πτωκός
εκείνος που ζαρώνει από φόβο,
δειλία
,
ανημποριά
, ο τρομαγμένος
λαγός
συνώνυμες
επεξεργασία
πτάξ
λαγός
ή
λαγῶς
ή
λαγωός
Συγγενικά
επεξεργασία
πτωχός