Ετυμολογία

επεξεργασία
πτώξ < πτώσσω (κάνω κάποιον να ζαρώσει από φόβο)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πτώξ αρσενικό γενική: πτωκός

  1. εκείνος που ζαρώνει από φόβο, δειλία, ανημποριά, ο τρομαγμένος
  2. λαγός

συνώνυμες

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία