Δείτε επίσης: Λαγός, Λάγος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λαγός οι λαγοί
      γενική του λαγού των λαγών
    αιτιατική τον λαγό τους λαγούς
     κλητική λαγέ λαγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
λαγός που τρέχει

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λαγός ουδέτερο

  1. (θηλαστικό ζώο) τετράποδο θηλαστικό της οικογένειας των λαγοειδών με μικρό μέγεθος, δυνατά δόντια και μεγάλα όρθια αυτιά· ζει στην εξοχή, τρέφεται με χόρτα και βλαστάρια, αναπτύσσει μεγάλες ταχύτητες και θηρεύεται για το νόστιμο κρέας του
  2. (μεταφορικά) ο δειλός άνθρωπος
      φοβάται σαν λαγός
  3. (αθλητισμός) ψεύτικος λαγός που χρησιμοποιείται σε κυνοδρομίες για να ενθαρρυνθούν τα σκυλιά να τρέχουν, κυνηγώντας τον. Ο λαγός αυτός κινείται σε ράγα, με ταχύτητα που ορίζουν οι διοργανωτές της κυνοδρομίας
      Στην κυνοδρομία τα σκυλιά που παίρνουν μέρος κυνηγούν ένα μηχανικό λαγό που τρέχει με ταχύτητα μεγαλύτερη απ’αυτήν που μπορούν να φτάσουν οι σκύλοι (Η μέριμνα των ζώων, Δημοτικό Σχολείο Περίστασης Πιερίας, τάξη Ε΄ (Πέμπτη), Ιούνιος 2003 )
  4. (αθλητισμός) ο δρομέας που βοηθά δίνοντας ρυθμό σε άλλους δρομείς σε αγώνες μεσαίων και μεγάλων αποστάσεων
      Σε έναν Μαραθώνιο οι δρομείς που αναλαμβάνουν καθήκοντα «λαγού» (pacemaker) συνήθως ολοκληρώνουν την αποστολή τους από το 21ο έως και το 30ο χιλιόμετρο. Μετά από αυτό το σημείο αποσύρονται από τον αγώνα ευελπιστώντας ότι ο ρυθμός που διατήρησαν κατά τη διάρκεια της συμμετοχής τους θα βοηθήσει τους συναθλητές τους να κυνηγήσουν τους στόχους τους. (Χρήστος Κώνστας, Jake Smith: Ο ταλαντούχος «λαγός» που έφτασε στη κορυφή των ελίτ δρομέων του κόσμου αποκλειστικά στο Runbeat, Runbeat.gr, 05/02/2022 )
  5. (αθλητισμός, αργκό, μειωτικό, ποδόσφαιρο) παίκτης του Παναθηναϊκού (που φοβάται και τρέχει κατά το γίνομαι λαγός)[1]

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παροιμίες

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. λαγός @slang.gr πρόσβαση:2025.06.07.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λαγός αρσενικό

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία
  • λαγό (αιτιατική ενικού)