λαγός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λαγός | οι | λαγοί |
γενική | του | λαγού | των | λαγών |
αιτιατική | τον | λαγό | τους | λαγούς |
κλητική | λαγέ | λαγοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
επεξεργασία
- λαγός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λαγός < αρχαία ελληνική λαγ(ώς) + -ός
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /laˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐γός
- ομόηχο: Λαγός
- τονικό παρώνυμο: Λάγος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λαγός ουδέτερο
- (θηλαστικό ζώο) τετράποδο θηλαστικό της οικογένειας των λαγοειδών με μικρό μέγεθος, δυνατά δόντια και μεγάλα όρθια αυτιά· ζει στην εξοχή, τρέφεται με χόρτα και βλαστάρια, αναπτύσσει μεγάλες ταχύτητες και θηρεύεται για το νόστιμο κρέας του
- (μεταφορικά) ο δειλός άνθρωπος
- ⮡ φοβάται σαν λαγός
- (αθλητισμός) ψεύτικος λαγός που χρησιμοποιείται σε κυνοδρομίες για να ενθαρρυνθούν τα σκυλιά να τρέχουν, κυνηγώντας τον. Ο λαγός αυτός κινείται σε ράγα, με ταχύτητα που ορίζουν οι διοργανωτές της κυνοδρομίας
- ※ Στην κυνοδρομία τα σκυλιά που παίρνουν μέρος κυνηγούν ένα μηχανικό λαγό που τρέχει με ταχύτητα μεγαλύτερη απ’αυτήν που μπορούν να φτάσουν οι σκύλοι (Η μέριμνα των ζώων, Δημοτικό Σχολείο Περίστασης Πιερίας, τάξη Ε΄ (Πέμπτη), Ιούνιος 2003 )
- (αθλητισμός) ο δρομέας που βοηθά δίνοντας ρυθμό σε άλλους δρομείς σε αγώνες μεσαίων και μεγάλων αποστάσεων
- ※ Σε έναν Μαραθώνιο οι δρομείς που αναλαμβάνουν καθήκοντα «λαγού» (pacemaker) συνήθως ολοκληρώνουν την αποστολή τους από το 21ο έως και το 30ο χιλιόμετρο. Μετά από αυτό το σημείο αποσύρονται από τον αγώνα ευελπιστώντας ότι ο ρυθμός που διατήρησαν κατά τη διάρκεια της συμμετοχής τους θα βοηθήσει τους συναθλητές τους να κυνηγήσουν τους στόχους τους. (Χρήστος Κώνστας, Jake Smith: Ο ταλαντούχος «λαγός» που έφτασε στη κορυφή των ελίτ δρομέων του κόσμου αποκλειστικά στο Runbeat, Runbeat.gr, 05/02/2022 )
- (αθλητισμός, αργκό, μειωτικό, ποδόσφαιρο) παίκτης του Παναθηναϊκού (που φοβάται και τρέχει κατά το γίνομαι λαγός)[1]
Εκφράσεις
επεξεργασία- βγάζω λαγό: έχω μια επιτυχία, βρίσκω μια σημαντική ευκαιρία, κάνω μια σημαντική ανακάλυψη
- γίνομαι λαγός: εξαφανίζομαι πολύ γρήγορα
- τάζω λαγούς με πετραχήλια
Παροιμίες
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
λαγός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λαγός, το ζώο
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ λαγός @slang.gr πρόσβαση:2025.06.07.
Πηγές
επεξεργασία
- λαγός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λαγός αρσενικό
- άλλη μορφή του λαγωός
- ※ 16ος/17ος αιώνας Γεώργιος Χορτάτσης, Πανώρια, Πράξη Δ', στίχ. 4 (3-4)
- Δεξιώτης ἤμουνε καλὸς κι’ ἀγάπου τὸ κυνήγι
καὶ μὲ τὸ γλάκι μου λαγό δὲν ἄφηνα νὰ φύγη.- Εμμανουήλ Κριαράς, Γεωργίου Χορτάτση, Πανώρια. Κριτική έκδοση με εισαγωγή, σχόλια και λεξιλόγιο Εμμανουήλ Κριαρά, Βυζαντινή και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 148
- Δεξιώτης ἤμουνε καλὸς κι’ ἀγάπου τὸ κυνήγι
- ※ 16ος/17ος αιώνας Γεώργιος Χορτάτσης, Πανώρια, Πράξη Δ', στίχ. 4 (3-4)
Κλιτικοί τύποι
επεξεργασία- λαγό (αιτιατική ενικού)
Πηγές
επεξεργασία
- λαγός, λαγωός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].