Hase
Γερμανικά (de)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Hase | die | Hasen |
γενική | des | Hasen | der | Hasen |
δοτική | dem | Hasen | den | Hasen |
αιτιατική | den | Hasen | die | Hasen |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Hase < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική hase < παλαιά άνω γερμανική haso
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
Hase (de) αρσενικό (θηλυκό : Häsin)
- (θηλαστικό ζώο) ο λαγός
- Manche Hasen können höher als einen Meter springen.
- Κάποιοι λαγοί μπορούν να πηδήξουν πάνω από ένα μέτρο.
- Manche Hasen können höher als einen Meter springen.
- το κουνέλι
- (προσφώνηση) χαϊδευτική προσφώνηση που δείχνει τρυφερότητα
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- alter Hase - παλιά καραβάνα, μάστορας (άνθρωπος με μεγάλη εμπειρία πάνω σε κάτι)
- Er ist ein alter Hase im Schwimmen. - Είναι παλιά καραβάνα στην κολύμβηση.
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Hase (de)