κουνέλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουνέλι | τα | κουνέλια |
γενική | του | κουνελιού | των | κουνελιών |
αιτιατική | το | κουνέλι | τα | κουνέλια |
κλητική | κουνέλι | κουνέλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κουνέλι < μεσαιωνική ελληνική κουνέλι < ιταλική coniglio (διαλεκτικός τύπος: cunelo, πληθυντικός: cuneli) < λατινική cuniculus. Πιθανώς έχει αρχική ιβηρική[1] προέλευση (βασκικά: kuiuntxi)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουνέλι ουδέτερο
- (θηλαστικό ζώο) κατοικίδιο θηλαστικό που μοιάζει με το λαγό, αναπαράγεται συχνά και με πολλά μικρά κι εκτρέφεται κυρίως για το κρέας και το δέρμα του
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- κουνέλι στη Βικιπαίδεια
- λαγός
Σημειώσεις
επεξεργασία- ↑ Πέφυκε δὲ καὶ λαγὼς ἕτερος μικρὸς τὴν φύσιν, οὐδὲ αὔξεταί ποτε· κόνικλος ὄνομα αὐτῷ. οὔκ εἰμι δὲ ποιητὴς ὀνομάτων, ὅθεν καὶ ἐν τῇδε τῇ συγγραφῇ φυλάττω τὴν ἐπωνυμίαν τὴν ἐξ ἀρχῆς, ἥνπερ οὖν ῎Ιβηρες οἱ ῾Εσπέριοι ἔθεντό οἱ, παρ' οἷς καὶ γίνεται τε καὶ ἔστι πάμπολυς. (Κλαύδιος Αιλιανός (2ος-3ος αι. μ.Χ.), Περὶ Ζῴων Ἰδιότητος, 13, 15, 1-6)
Μεταφράσεις
επεξεργασία κουνέλι
|